Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΗΔΕΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΩΡΑΙΤΗ - ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ

Στο Νεκροταφείο Αμαρουσίου, με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα από συγγενείς, συντρόφους, συναδέλφους, φίλους και γνωστούς, τελείωσε το μακρύ, πολυκύμαντο ταξίδι ζωής του ακριβού μας συντρόφου Γιώργη Μωραΐτη, που «έφυγε» τη Δευτέρα, πλήρης ημερών και έργων. Σε κλίμα συγκίνησης, στην κατάμεστη αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου του δήμου Αμαρουσίου, είχε προηγηθεί η πολιτική τελετή για τον αποχαιρετισμό του. Παρόντες η οικογένειά του, σύντροφοι και συναγωνιστές του, δεκάδες άνθρωποι που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν για την αγωνιστικότητα, την ακεραιότητα, την ανιδιοτέλεια, τη σεμνότητά του. Ολοι τους έκλιναν ευλαβικά το κεφάλι μπροστά στο φέρετρό του, που ήταν σκεπασμένο με τη σημαία του Κόμματος που υπηρέτησε με αφοσίωση και ακλόνητη πίστη μέχρι την τελευταία του στιγμή, μαζί με ένα φύλλο «Ριζοσπάστη», της εφημερίδας που επίσης υπηρέτησε άοκνα επί δεκαετίες.
Πολυμελής αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον ΓΓ της, Δ. Κουτσούμπα, και της ΚΝΕ με τον Γραμματέα του ΚΣ, Ν. Αμπατιέλο, συνόδευσαν τον Γιώργη Μωραΐτη στην τελευταία του κατοικία. Σε θέσεις τιμητικής φρουράς στο φέρετρό του κατά την τελετή εναλλάσσονταν μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ, του ΚΣ της ΚΝΕ, της Κομματικής Οργάνωσης Στερεάς Ελλάδας, απ' όπου καταγόταν, και της ΚΟΒ του «Ριζοσπάστη».
Επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο Κ. Παπασταύρου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και διευθυντής του «Ριζοσπάστη», ο Ν. Ρεμπάπης, μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ, ο Π. Πολίτης, μέλος της ΤΕ Φθιώτιδας, εργάτης στη ΛΑΡΚΟ και πρόεδρος του Συνδικάτου Μετάλλου του νομού, ο Χρ. Τσιντζιλώνης, πρόεδρος της ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ, ο Σπ. Χαλβατζής, αντιπρόεδρος του ΣΦΕΑ 1967 - 1974, ο Π. Ναθαναήλ, αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ) και η Μαρία Αντωνιάδου, πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.
Το παράδειγμά του μας διδάσκει πολλά
Ο Δ. Κουτσούμπας με μέλη της ΚΕ και του ΠΓ στέκονται τιμητική φρουρά στο πλάι του Γ. Μωραΐτη. Στο βήμα ο Κ. Παπασταύρου
Ο Δ. Κουτσούμπας με μέλη της ΚΕ και του ΠΓ στέκονται τιμητική φρουρά στο πλάι του Γ. Μωραΐτη. Στο βήμα ο Κ. Παπασταύρου
Ο Κύριλλος Παπασταύρου τόνισε ανάμεσα σε άλλα: «Η ΚΕ του ΚΚΕ με βαθιά θλίψη αποχαιρετά σήμερα τον κομμουνιστή Γιώργη Μωραΐτη, στέλεχος του ΚΚΕ, διακεκριμένο αγωνιστή της δρακογενιάς της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΔΣΕ.Ο σ. Γιώργης "έφυγε" πλήρης ημερών όχι γιατί έφυγε στα 91 του χρόνια, αλλά γιατί έζησε μια πλήρη, μια ολοκληρωμένη ζωή, γεμάτη από δημιουργικότητα, αφοσιωμένη στον αγώνα για το σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό μέλλον, ζώντας μεγάλες και κορυφαίες στιγμές της Ιστορίας, του εργατικού - λαϊκού κινήματος, ως ένας από τους πρωταγωνιστές τους, ως ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους και επώνυμους αγωνιστές του Κόμματός μας. Ποτέ του δεν ξεχώρισε τον εαυτό του από όλους αυτούς τους χιλιάδες. Μας μάλωνε όταν θελήσαμε πριν μερικά χρόνια στον "Ριζοσπάστη" να τον τιμήσουμε για την προσφορά του στο Κόμμα και την εφημερίδα, μας έλεγε ότι "δεν χρειάζονται αυτά". Συνέχισε μέχρι την τελευταία περίοδο να δουλεύει ακούραστα για την προετοιμασία των βιβλίων του, το τελευταίο μάλιστα κυκλοφόρησε πριν έναν περίπου χρόνο, με υλικό του από σημειώσεις που ήταν γραμμένες σε μικρά χαρτάκια και τετραδιάκια μέσα στις φυλακές».
Καταδεικνύοντας την ικανότητά του να δρα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, τόνισε ότι «ο σ. Γιώργης διακρίθηκε ως μαχητής όλων των όπλων, και με το τουφέκι και με τον ασύρματο στον ΔΣΕ, και στην παρανομία μαχόταν και με τα πενιχρά μέσα της φυλακής, σκαλίζοντας κείμενα στους τοίχους ή γράφοντας με μικρά γραμματάκια ολόκληρα βιβλία, αλλά και με τη γραφομηχανή και την πένα. Σε όλα αυτά τα μέσα διακρίθηκε αποδεικνύοντας την ικανότητα του κομμουνιστή να βγάζει σε πέρας όποιο καθήκον τού αναθέσει το Κόμμα, ό,τι και αν χρεωθεί».

Αναφερόμενος στην ακλόνητη πίστη του εκλιπόντα στο Κόμμα του, στην υπόθεση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, σημείωσε: «Ανήκε σε αυτούς που σε κρίσιμες στιγμές διάλεξαν τη σωστή πλευρά, τη δύσκολη αλλά σωστή πλευρά, που άντεξαν, δεν λύγισαν σε πιέσεις, διώξεις, θανατικές καταδίκες, βασανιστήρια και κακουχίες. Η πίστη τους στον αγώνα για το δίκιο της εργατικής τάξης, του λαού, η πίστη τους στο Κόμμα και την υπόθεση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού μπήκε πάνω από φόβους, ταλαντεύσεις, διλήμματα, εκβιασμούς (...) Βάδισε τον δύσκολο και κακοτράχαλο δρόμο του Κόμματός μας, οι δυσκολίες, τα βάσανα, οι διωγμοί, οι φυλακίσεις, οι καταδίκες, η σκληρή ζωή του βουνού, η πολιτική προσφυγιά έχτισαν στον σ. Γιώργη έναν χαρακτήρα φύσει αισιόδοξο, τον δίδαξαν να έχει εμπιστοσύνη στη συλλογική κρίση και τις Αποφάσεις του Κόμματος, να βλέπει τη δυνατότητα το Κόμμα να κάνει βήματα προς τα μπρος ξεπερνώντας λάθη και αδυναμίες».Ειδική αναφορά έκανε στον «Ριζοσπάστη», τον οποίο ο σ. Γιώργης υπηρέτησε με αφοσίωση. Οπως υπογράμμισε ο Κ. Παπασταύρου, «είχε πάντα ιδιαίτερη έγνοια για τον "Ριζοσπάστη", στον οποίο αφιέρωσε σχεδόν 40 χρόνια από την 75χρονη κομματική του δράση. Είχε πάντα συντροφικές παρατηρήσεις για τη βελτίωση του περιεχομένου της, για την εκλαΐκευση, τα θέματα της αρθρογραφίας. Με τη στάση του διαπαιδαγωγούσε νεότερους συντρόφους στην εφημερίδα, κυρίως στο ζήτημα ότι η χρέωση στην εφημερίδα είναι υψηλό κομματικό καθήκον και ευθύνη, από τον ίδιο τον χαρακτήρα της ως καθημερινού οργάνου της ΚΕ του Κόμματος, ως καθημερινού καθοδηγητή».
Στο τελευταίο του ταξίδι, σκεπασμένος με τη σημαία του Κόμματος, που τίμησε σε όλη του τη ζωή
Στο τελευταίο του ταξίδι, σκεπασμένος με τη σημαία του Κόμματος, που τίμησε σε όλη του τη ζωή
Μάλιστα, ο Κ. Παπασταύρου θύμισε στους παρευρισκόμενους τα λόγια του ίδιου του εκλιπόντα, όταν μιλώντας το 2014 σε εκδήλωση της ΚΕ για τα 40 χρόνια από τη νόμιμη κυκλοφορία της εφημερίδας, τόνιζε: «Μεγάλη η χαρά μας απ' τη μια μεριά. Πανευτυχείς όταν τον βλέπαμε τυπωμένο, κοντά το πρωί, και τον διαβάζαμε. Κατάκοποι, όμως, από την κούραση στο τυπογραφείο. Και ξενύχτηδες. Είχαμε ξεθεωθεί. Αλλά, "χαλάλι". Τον πρώτο καιρό ήμασταν λίγοι. Στη Διεύθυνση και στην Αρχισυνταξία τρία μέλη της ΚΕ του Κόμματος. Μαζί με άλλους 2-3 συντρόφους επαγγελματίες δημοσιογράφους. Τα τμήματα Πολιτικό, Εργατικό, Ελεύθερο, Καλλιτεχνικό, πλαισιωμένα με νεότερους συντρόφους και συντρόφισσες, κυρίως από την ΚΝΕ, επίσης μη επαγγελματίες δημοσιογράφους. Κι αυτό ήταν όλο. Ο "Ριζοσπάστης", για όλους μας, όχι μόνο για τους νεότερους, έγινε στην πράξη και Σχολή Δημοσιογραφίας».Και μια αναφορά για τη στάση του απέναντι στη νέα βάρδια του Κόμματος: «Ο σ. Γιώργης - υπογράμμισε ο ομιλητής - αντιμετώπιζε με φροντίδα και έγνοια τα νέα στελέχη του Κόμματος και της ΚΝΕ, κατάφερνε να γίνεται διδακτικός, χωρίς όμως κομπασμούς και χωρίς δασκαλίστικο ύφος. Σου μίλαγε ως ίσος προς ίσο, παρ' όλη την ηλιακή απόσταση, τη μεγάλη διαφορά κομματικής ηλικίας, τη μεγάλη διαφορά πολιτικής και κοινωνικής πείρας».
Ο Κ. Παπασταύρου κατέληξε με την υπόσχεση - δέσμευση ο δρόμος του να γίνει και «δικός μας»: «Σύντροφε Γιώργη, θα σε θυμόμαστε παλιότεροι και νεότεροι για το χαμόγελό σου, την αισιοδοξία σου, το παράδειγμα που διδάσκει. Θα "είσαι" μαζί μας, όπως και χιλιάδες άλλα στελέχη και μέλη του Κόμματός μας που έχουν φύγει, στην κορύφωση των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια του Κόμματός μας. Σου λέμε και με αυτήν την ευκαιρία ότι ο δικός σου δρόμος, ο δρόμος που βάδισες εσύ και χιλιάδες άλλοι κομμουνιστές, είναι τώρα ο δικός μας δρόμος, που φιλοδοξούμε να κρατήσουμε και να τον τιμήσουμε μέχρι τέλους.
Εκφράζουμε τα πιο θερμά συλλυπητήρια και την αμέριστη συμπαράστασή μας στην συντρόφισσά σου Ολγα και σε όλη την οικογένειά σου».
Οδηγός μας η μαχητικότητα και σεμνότητά του
Ο Ν. Ρεμπάπης, αποχαιρετώντας τον Γ. Μωραΐτη εκ μέρους του ΚΣ της ΚΝΕ, ανέφερε: «Η πορεία του, η ζωή του ήταν συνυφασμένη με το Κόμμα, τους σκοπούς του και τις αρχές του, τις δυσκολίες αλλά και τις στιγμές ανάτασης του λαού μας (...) Το πλούσιο βιογραφικό του αλλά και οι λίγες μα πολύ πλούσιες εμπειρίες που έχουμε οι νεότεροι σύντροφοι από τον Γιώργη, μας δίνουν το παράδειγμα του επαναστάτη, του τολμηρού μαχητή κάτω από όλες τις συνθήκες για την υπόθεση του Κόμματος.
Στις φυλακές και στα μπουντρούμια, στις γιάφκες της παρανομίας και της έκδοσης των εντύπων του Κόμματος και της ΚΝΕ. Επαιξε καθοριστικό ρόλο και ο ίδιος για την έκδοση του "Οδηγητή" τα χρόνια της παρανομίας (...).
Πάντα είχε ενδιαφέρον για τους νέους, ιδιαίτερα τη νέα γενιά κομμουνιστών, τα μέλη και τα στελέχη της ΚΝΕ. Για να μάθουν την Ιστορία του λαού και του Κόμματος. Για να διαπαιδαγωγηθούν με τις αρχές και τις αξίες του συλλογικού αγώνα, να αγαπάνε τη γνώση, να μην δειλιάζουν μπροστά στα εμπόδια που επιστρατεύει κάθε φορά το σύστημα και το αστικό κράτος.
Με την πένα του, είτε ως δημοσιογράφος είτε ως συγγραφέας υπηρέτησε αυτούς τους σκοπούς. Ακόμα και όταν έγραφε για τις δυσκολίες της φυλακής ή τις κακουχίες των ατελείωτων πορειών του Δημοκρατικού Στρατού, το έκανε με τρόπο ζωντανό, χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς μεγαλοστομίες. Για να καταλαβαίνουν ειδικά οι νεότεροι ότι όλοι αυτοί που στάθηκαν όρθιοι στις φουρτούνες ήταν απλοί άνθρωποι του λαού, που ξεχώρισαν για τις ικανότητες και την αντοχή τους, γιατί γαλουχήθηκαν με τις αρχές του Κομμουνιστικού Κόμματος.
(...) Οι ΚΝίτες και οι ΚΝίτισσες διαφόρων γενιών θυμόμαστε τον σ. Γιώργη να μας "ξεναγεί" στα λημέρια του στη Ρούμελη, στα κρησφύγετα του καπετάν Διαμαντή, στα Μάρμαρα, στην Καλύβα του Στεφανή, στον Γοργοπόταμο και αλλού, όχι μόνο μέσα από τα βιβλία του, αλλά και με διάφορες αφορμές και σε διάφορες εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες που πήρε η Οργάνωσή μας με σκοπό την ανάδειξη ιστορικών στιγμών από τον αγώνα του Κόμματος και του λαού μας. Ιδιαίτερα οι νεότεροι σύντροφοι τον θυμόμαστε στις εκδηλώσεις του 20ού Αντιιμπεριαλιστικού Διημέρου της ΚΝΕ, το 2011, να αφηγείται με ζωντάνια τις δικές του εμπειρίες από τη λαϊκή πάλη της δεκαετίας του 1940 στην περιοχή της Στερεάς, όπου έδρασε ιδιαίτερα την περίοδο του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Κρατάμε σαν οδηγό τη σεμνότητα και τη μαχητικότητά του, που μαρτυρά και το ίδιο το βιογραφικό του, τα ίδια του τα λόγια: "Εμείς παλεύουμε πάντα. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακόμα και μεσ' απ' τα κάτεργα. Ακόμα και κάτω απ' την κρεμάλα. Παλεύουμε με όλες μας τις δυνάμεις, όπως μπορούμε και με ό,τι όπλο έχουμε και είμαστε σε θέση να χειριστούμε". Αυτές τις αξίες θέλουμε κι εμείς, σύντροφε Γιώργη, να υπηρετήσουμε με τον τρόπο που κι εσύ το έπραξες».
Αλησμόνητος, καπετάνιο μας!
Ο Π. Πολίτης μετέφερε τη θλίψη της Οργάνωσης Φθιώτιδας για την απώλεια ενός συντρόφου «που τον γνωρίζει κάθε σπιθαμή της Φθιωτικής γης, κάθε βουνό και κάθε ρεματιά. Ομως τον γνωρίζουν και οι πόλεις, τα χωριά της Φθιώτιδας, αφού αμέσως μετά τη μεταπολίτευση και τη νομιμοποίηση του Κόμματός μας, σαν μέλος της αρχισυνταξίας και της διεύθυνσης του "Ριζοσπάστη", χωρίς να λυπηθεί κόπο και χρόνο, κάθε στιγμή, κάθε ώρα και λεπτό, για χρόνια όργωνε όλη τη Φθιώτιδα από άκρη σε άκρη για να γνωρίσει και να προβάλει τα προβλήματα, τα βάσανα, τους καημούς και τους πόθους του λαού μας».
Ειδική αναφορά έκανε στη μάχη που έδωσε ο Γ. Μωραΐτης μαζί με τους απεργούς της ΛΑΡΚΟ το 1977, για να κερδίσουν τον αγώνα που έδιναν ενάντια στην εργοδοσία του Μποδοσάκη, τον ΣΜΕ, τον ΣΕΒ, την τότε κυβέρνηση της ΝΔ. Υπογράμμισε: «Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είτε με κομματική αποστολή είτε και στον ελεύθερο χρόνο του ήταν πάντα μαζί τους, δίπλα τους και τους έδινε κουράγιο. Αυτή η στάση δεν καταξίωσε μόνο τον σ. Γιώργη σαν λαϊκό αγωνιστή και ηγέτη, αλλά συνέβαλε στο να αναπτυχθεί το Κόμμα μας στη ΛΑΡΚΟ. Εκανε τους εργαζόμενους να γνωρίσουν τον "Ριζοσπάστη" που πρόβαλλε τον αγώνα τους, να τον προμηθεύονται, να αποζητούν την επαφή με τους δημοσιογράφους του "Ριζοσπάστη" για να πούνε τα προβλήματα και τους καημούς τους (...) Μέσα από αυτές τις συχνές επισκέψεις του, τα ρεπορτάζ του, έγινε γνωστός σε πάρα πολλούς, με αρκετούς έγινε φίλος. Κέρδισε τον σεβασμό και την εκτίμηση των εργατών της ΛΑΡΚΟ, των κατοίκων της Λάρυμνας και των χωριών της περιοχής (...) Στις εκλογές του 1977 η υποψηφιότητά του ως βουλευτή του Κόμματός μας βοήθησε να πραγματοποιηθεί μια μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση στην παραλία της Λάρυμνας, αντίστοιχη με αυτή που είχε γίνει πριν την απελευθέρωσή της από τους Ιταλούς στις 11/9/1943».
«Σύντροφε Γιώργη, όπως έλεγες "οι άνθρωποι του μόχθου και της δουλειάς γράφουν ιστορία, οι εργάτες, οι αγρότες, και ούτε νοιάζονται αν θα τους γράψει ή θα τους ξεγράψει η ιστορία". Εγραψες Ιστορία. Γιατί ήσουν ένας από αυτούς. Αίμα από το αίμα τους. Εδωσες μεγάλο αγώνα, έκανες το καθήκον σου. Να πας στο καλό αγαπημένε μας σύντροφε. Εμείς οι σύντροφοί σου από τη Φθιώτιδα, τη γενέτειρά σου Βοδονίτσα, νέοι και παλιότεροι κομμουνιστές, θα συνεχίσουμε αταλάντευτα τον δικό σου αγώνα, στον ίδιο δρόμο με σένα, μέχρι την τελική νίκη. ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟΣ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ ΜΑΣ», κατέληξε ο Π. Πολίτης!
Πρότυπο δημοσιογράφου αγωνιστή
Εκ μέρους της ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ, ο Χρήστος Τσιντζιλώνης αναφέρθηκε στην αντιστασιακή δράση αλλά και στη δραστηριότητα του εκλιπόντα στις αντιστασιακές οργανώσεις (ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ, ΠΟΑΕΑ κ.ά.), ενώ ο Σπ. Χαλβατζής εκ μέρους του ΣΦΕΑ 1967-1974 έκανε αναφορά στην αλύγιστη στάση του συντρόφου Μωραΐτη κατά τη διάρκεια της χούντας.
Η Μαρία Αντωνιάδου μίλησε για τον Γ. Μωραΐτη που υπήρξε «πρότυπο δημοσιογράφου αγωνιστή», που έμεινε «προσηλωμένος στον αγώνα». «Ως άνθρωπος, προερχόμενη πολιτικά από εκ διαμέτρου αντίθετο μετερίζι, σκύβω το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού στον αλύγιστο αγωνιστή που έμεινε σταθερός στις ιδέες που πίστευε μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ο Π. Ναθαναήλ θυμήθηκε το χαμόγελο, τη μετριοπάθεια και τις πολύτιμες προτάσεις του εκλιπόντα, που διετέλεσε μέλος του ΔΣ της ΕΕΛ. «Δεν θα ξεχάσω τις συμβουλές σου Γιώργη (...) Η ΕΕΛ θα προετοιμάσει μια ειδική εκδήλωση για να τιμήσει το λογοτεχνικό σου έργο», ανέφερε.
«... Πάλι τον ίδιο δρόμο θα εδιάλεγα!»
Ανάμεσα στους επικήδειους για τον Γ. Μωραΐτη, κείμενά του απήγγειλαν οι ηθοποιοί Γιάννης Γεραμαζίδης και Δανάη Κατσαμένη.Το πρώτο κείμενο γράφτηκε στη φυλακή του Ιτζεδίν, σ' ένα χαρτάκι πλάτους μόλις πέντε εκατοστών, με τα χαρακτηριστικά ψιλά γραμματάκια του Γιώργη Μωραΐτη: «Ακούστε να σας πω. Απ' τα δεκατέσσερά μου χρόνια πήρα μέρος ενεργά στο κίνημα του λαού. Απ' της Κατοχής τις πρώτες ζοφερές μέρες μέχρι τα σήμερα. Διακοπές κι ανάπαυλα δεν είχα. Ούτε ταλαντεύσεις και υποχωρήσεις. Τίμια πράματα. Εζησα τον πόλεμο. Εζησα την Κατοχή. Πήρα μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Πολέμησα τους χιτλεροφασίστες καταχτητές (...) με τ' όπλο στο χέρι, νεαρός ανταρτάκος. Εζησα την απελευθέρωση. Οταν μπαίναμε στις πόλεις, ο λαός μάς αποθέωνε. Ακολούθησε η ξένη επέμβαση.
Πήρα μέρος στα Δεκεμβριανά, εκεί κατά το τέλος. Εζησα, μετά τη Βάρκιζα, το τρομοκρατικό όργιο στην επαρχία. Κυνηγημένος, αργότερα, πήρα το δρόμο για την Αθήνα. Δεν έμεινα πολύ. Αναγκάστηκα να βγω ξανά στο βουνό. Εκανα τρία χρόνια αντάρτης στο ΔΣΕ. Και βγήκα τελευταίος από τη Ρούμελη το 1950, στις σοσιαλιστικές χώρες. Εζησα ως το 1954 πολιτικός πρόσφυγας. Ξαναγύρισα στην πατρίδα παράνομα με σοβαρή αποστολή. Δούλεψα ένα χρόνο στην Αθήνα, στην παρανομία. Και τέλος, στα τέλη του 1955, πιάστηκα».
Το δεύτερο γράφτηκε στην παρανομία το 1967 και δημοσιεύτηκε στην «Αδούλωτη Αθήνα», με τίτλο «Εξομολόγηση»:
«Ανθρωποι συγχωρέστε μου την αμαρτία. / Στη χώρα μου τώρα δεν γράφουν ποιήματα, βιβλία και γράμματα δεν έχουν αξία. / Οι Ελληνες τώρα γράφουν στους τοίχους συνθήματα!».
Το τρίτο κείμενο το έγραψε κρατούμενος στη Γενική Ασφάλεια, στην οδό Μπουμπουλίνας, το Δεκέμβρη του 1968. Με τίτλο «Λεβεντιά», γράφει: «Καλόδεκτες οι συμβουλές για το πως πολεμάνε... / Στο διάολο οι ορμήνειες για το πώς προσκυνάνε».
Ο ίδιος σημειώνει μια εξήγηση «σημ. Το 'γραψα με οργή, σ' απάντηση δελεαστικών προτάσεων ασφαλιτών. Ελεγαν γιατί δεν ακολουθώ το παράδειγμα του Νικηφόρου, που έχει βγει απ' τη Γιούρα και δημοσιογραφούσε στον χουντικό Τύπο. Και θα πάω χαμένος, σαν τον Διαμαντή και τον Ανάποδο. Για τον Νικηφόρο είπα: Ε, μπορεί να σώθηκε το λαδάκι του. Εμένα δεν σώθηκε το λαδάκι μου. Καίει...».
Το τέταρτο και τελευταίο κείμενο, με τίτλο «Πίστη», γράφτηκε κι αυτό στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας, το Γενάρη του 1969: «Αν ήτανε να ξαναγίνω νιος και τη ζωή απ την αρχή να ξαναπάρω / πάλι τον ίδιο δρόμο θα εδιάλεγα / το Κου Κου Ε θα είχα οδηγό και φάρο».
Ζωή δοσμένη στον αγώνα!
Ο Γιώργης Μωραΐτης οργανώθηκε στο ΚΚΕ το 1943. Διετέλεσε μέλος της ΚΕ του Κόμματος από το 9ο έως και το 13ο Συνέδριο, δημοσιογράφος, μέλος της διεύθυνσης και της αρχισυνταξίας του «Ριζοσπάστη».
Γεννήθηκε στη Βοδονίτσα (Μενδενίτσα) Λοκρίδας στις 3 Μάρτη του 1927. Προερχόταν από φτωχή αγροτική - εργατική οικογένεια.
Το 1943 οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και το 1944 κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος στη μάχη της Αθήνας το Δεκέμβρη του 1944 και τον Ιούλη του 1946 καταφεύγει ξανά στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του, γνωρίζοντας ότι υπήρχε σχέδιο δολοφονίας τους. Κατατάχθηκε στον ΔΣΕ το Μάρτη του 1947, στο Αρχηγείο Παρνασσίδος, με επικεφαλής τον Διαμαντή, υπηρετώντας σε διάφορες αποστολές ως ελεύθερος σκοπευτής και ασυρματιστής.
Μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία, όπου ανέπτυξε πρωτοπόρα δράση, στο χτίσιμο του χωριού «Νίκος Μπελογιάννης», ως δάσκαλος στον παιδικό σταθμό στο Ντιγκ, αργότερα διευθυντής στο κολέγιο «Παπαρήγας». Στη Ρουμανία φοίτησε τρεις μήνες στη σχολή «Νίκος Μπελογιάννης».
Το Δεκέμβρη του 1954, μπήκε παράνομα στην Ελλάδα με αποστολή να δουλέψει στο μηχανισμό του Κόμματος στην παρανομία. Συνελήφθη με